Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to persist
01
επιμένω, εμμένω
to continue a course of action with determination, even when faced with challenges or discouragement
Intransitive: to persist in a course of action
Παραδείγματα
Despite his injury, the athlete persisted in training for the marathon.
Παρά τον τραυματισμό του, ο αθλητής επέμενε να προπονείται για το μαραθώνιο.
The writer persisted in submitting her manuscript to publishers, even after receiving multiple rejections.
Η συγγραφέας επέμενε να υποβάλει το χειρόγραφό της στους εκδότες, ακόμα και μετά από πολλές απορρίψεις.
Παραδείγματα
The storm persisted for several days, far longer than the forecast had predicted.
Η καταιγίδα διήρκεσε για αρκετές ημέρες, πολύ περισσότερο από ό,τι προέβλεπε η πρόγνωση.
Even after treatment, the symptoms persisted, causing concern for the doctors.
Ακόμη και μετά τη θεραπεία, τα συμπτώματα επέμεναν, προκαλώντας ανησυχία στους γιατρούς.
03
επιμένω, διατηρούμαι
to stay in a consistent state or condition without changing over time, despite external factors
Intransitive
Παραδείγματα
The old stone building has persisted through centuries of weather and conflict.
Το παλιό πέτρινο κτίριο έχει επιβιώσει μέσα από αιώνες καιρού και συγκρούσεων.
Her love for painting has persisted since childhood, unchanged by time.
Η αγάπη της για τη ζωγραφική διατηρείται από την παιδική ηλικία, αμετάβλητη από το χρόνο.
Λεξικό Δέντρο
persistence
persistent
persisting
persist



























