Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
personable
01
φιλικός, γοητευτικός
(of a person) having a charming personality and appearance
Λεξικό Δέντρο
personableness
personable
person
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φιλικός, γοητευτικός
Λεξικό Δέντρο