Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perpetuation
01
διαιώνιση, συνέχιση
the action of maintaining or continuing something, typically a practice, belief, or state
Παραδείγματα
The perpetuation of cultural heritage ensures its survival for future generations.
Η διαιώνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς εξασφαλίζει την επιβίωσή της για τις μελλοντικές γενιές.
The media 's role in the perpetuation of societal norms influences public opinion.
Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στη διαιώνιση των κοινωνικών νορμών επηρεάζει τη δημόσια γνώμη.
Λεξικό Δέντρο
perpetuation
perpetuate



























