LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Perpetual warrant
/pəpˈɛtʃuːəl wˈɒɹənt/
/pɚpˈɛtʃuːəl wˈɔːɹənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "perpetual warrant"
Perpetual warrant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a warrant with no expiration date
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
perpetual motion machine
perpetual motion
perpetual check
perpetual calendar
perpetual
perpetually
perpetuate
perpetuation
perpetuity
perphenazine
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App