Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perilousness
01
επικινδυνότητα, κίνδυνος
the quality or state of being risky or dangerous
Παραδείγματα
Crossing the icy mountains in winter tested the limits of human endurance due to the sheer perilousness of the conditions.
Η διέλευση των παγωμένων βουνών το χειμώνα δοκίμασε τα όρια της ανθρώπινης αντολής λόγω της επικινδυνότητας των συνθηκών.
Tests of new flying technologies often push the boundaries of what is possible yet also increase the perilousness of failure.
Οι δοκιμές νέων τεχνολογιών πτήσης συχνά ωθούν τα όρια του δυνατού αλλά αυξάνουν και την επικινδυνότητα της αποτυχίας.
Λεξικό Δέντρο
perilousness
perilous
peril



























