Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perilous
01
επικίνδυνος, γεμάτος κινδύνους
full of danger or risk, often threatening safety or well-being
Παραδείγματα
Emergency responders faced perilous conditions battling the massive chemical fire.
Οι διασώστες αντιμετώπισαν επικίνδυνες συνθήκες κατά την καταπολέμηση της μαζικής χημικής πυρκαγιάς.
Climbing Mount Everest without proper equipment is a perilous endeavor.
Η ανάβαση στο όρος Έβερστ χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία είναι μια επικίνδυνη προσπάθεια.
Λεξικό Δέντρο
perilously
perilousness
perilous
peril



























