Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penknife
01
σουγιάς, μικρό πτυσσόμενο μαχαίρι
a small, foldable knife designed for general use, often carried in a pocket
Παραδείγματα
He used a penknife to sharpen his pencil.
Χρησιμοποίησε ένα σουγιάκι για να ακονίσει το μολύβι του.
She always carries a penknife for small tasks.
Πάντα κουβαλάει ένα σουγιά για μικρές δουλειές.



























