Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peacemaker
01
ειρηνοποιός, μεσολαβητής
a country or person who tries to persuade other countries or people to stop quarreling or fighting
Παραδείγματα
The diplomat was known as a skilled peacemaker in international disputes.
Ο διπλωμάτης ήταν γνωστός ως ένας επιδέξιος ειρηνοποιός σε διεθνείς διαφορές.
The teacher acted as a peacemaker when two students argued in class.
Ο δάσκαλος ενεργούσε ως μεσολαβητής όταν δύο μαθητές διαφωνούσαν στην τάξη.



























