Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to parse
01
αναλύω, διασπώ
(grammar) to divide a sentence into its grammatical constituents, identifying the syntactic role of each part
Λεξικό Δέντρο
parser
parse
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναλύω, διασπώ
Λεξικό Δέντρο