Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pariah
01
πάριας, αποκλεισμένος
an individual who is avoided and not liked, accepted, or respected by society or a group of people
Παραδείγματα
She felt like a pariah at the party because of her controversial opinions on politics.
Αισθάνθηκε σαν παρίες στο πάρτι λόγω των αμφιλεγόμενων απόψεών της για την πολιτική.
The outcast in the novel lived as a pariah, disconnected from the society that rejected him.
Ο παρίες στο μυθιστόρημα ζούσε ως ένας απόβλητος, αποσυνδεδεμένος από την κοινωνία που τον απέρριπτε.



























