Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paradise
01
παράδεισος, έδεμ
a place or state of perfect happiness, peace, and delight
Παραδείγματα
The island felt like paradise with its calm beaches and clear skies.
Το νησί έμοιαζε με παράδεισο με τις ήρεμες παραλίες και τον καθαρό ουρανό του.
For him, spending time in nature is paradise.
Για αυτόν, το να περνάει χρόνο στη φύση είναι παράδεισος.
02
παράδεισος, εδέμ
(Christianity) the abode of righteous souls after death
Λεξικό Δέντρο
paradisal
paradise



























