Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paraglider
01
αλεξίπτωτο ανεμοπτερισμού, μεγάλο χαρταετό
a big, colorful, and light kite that people use to fly in the sky
Παραδείγματα
The paraglider was packed carefully into the van after the flight.
Ο αλεξίπτωτος ανεμοπορίας συσκευάστηκε προσεκτικά στο βαν μετά την πτήση.
They stored the paraglider in the garage when it was n't in use.
Αποθήκευσαν το ανεμόπτερο στο γκαράζ όταν δεν ήταν σε χρήση.



























