
Αναζήτηση
pandemic
01
πανδημικός, πανδημία
(of a disease) spreading rapidly and affecting many people across the world
Example
The SARS outbreak in 2003 was contained before it became a pandemic public health crisis.
Η επιδημία SARS το 2003 περιορίστηκε πριν μετατραπεί σε πανδημία δημόσιας υγείας.
Scientists warn of future pandemic threats posed by diseases that may emerge from animal hosts.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν για μελλοντικές πανδημικές απειλές που προκύπτουν από ασθένειες που μπορεί να εμφανιστούν από ζώα.
02
πανδημικός, παγκόσμιος
global or widespread in geographic scope
Example
Pandemic job losses and business closures triggered a deep global recession.
Οι πανδημικές απώλειες θέσεων εργασίας και οι κλεισίματα επιχειρήσεων προκάλεσαν μια βαθιά παγκόσμια ύφεση.
The popularity of K-pop unleashed a pandemic craze for Korean culture and media worldwide.
Η δημοτικότητα του K-pop απελευθέρωσε μία παγκόσμια τρέλα για την κορεατική κουλτούρα και τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο.
Pandemic
01
πανδημία, πανδημίας
a disease that spreads across a large region or even across the world
Example
The COVID-19 pandemic has impacted nearly every person on the planet.
Η πανδημία COVID-19 έχει επηρεάσει σχεδόν κάθε άτομο στον πλανήτη.
During pandemics, healthcare systems face an enormous strain from the surge in patients.
Κατά τη διάρκεια πανδημίας, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης αντιμετωπίζουν μια τεράστια πίεση από την αύξηση των ασθενών.

Συναφή Λέξεις