Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paleontologist
01
παλαιοντολόγος
a scientist who studies fossils and ancient life forms to understand the history of life on earth
Παραδείγματα
The paleontologist discovered a new dinosaur species in the fossil-rich region.
Ο παλαιοντολόγος ανακάλυψε ένα νέο είδος δεινοσαύρου στην περιοχή πλούσια σε απολιθώματα.
Paleontologists use tools and techniques to carefully excavate and analyze fossils.
Οι παλαιοντολόγοι χρησιμοποιούν εργαλεία και τεχνικές για να ανασκάψουν και να αναλύσουν προσεκτικά τα απολιθώματα.
Λεξικό Δέντρο
paleontologist
paleontology
paleonto



























