Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
averse
01
απρόθυμος, αντίθετος
strongly opposed to something
Παραδείγματα
He is averse to eating spicy foods and prefers mild dishes.
Είναι απρόθυμος να τρώει πικάντικα φαγητά και προτιμά ήπια πιάτα.
She was averse to the idea of moving to a new city.
Ήταν αντίθετη με την ιδέα της μετακόμισης σε μια νέα πόλη.



























