Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Painting
01
ζωγραφική, πίνακας
a picture created by paint
Παραδείγματα
Her bedroom wall features a painting of her favorite cityscape.
Ο τοίχος του υπνοδωματίου της διαθέτει έναν πίνακα με το αγαπημένο της αστικό τοπίο.
In her painting, you can see a blend of modern and traditional techniques.
Στον πίνακά της, μπορείτε να δείτε ένα μείγμα σύγχρονων και παραδοσιακών τεχνικών.
Παραδείγματα
I'm learning about the art of painting in my after-school class.
Μαθαίνω για την τέχνη της ζωγραφικής στο μετά το σχολείο μάθημά μου.
In the Renaissance, painting was considered one of the highest forms of art.
Κατά την Αναγέννηση, η ζωγραφική θεωρούνταν μία από τις υψηλότερες μορφές τέχνης.
03
βαφή, εφαρμογή χρώματος
the act of applying paint to a surface
04
βαφή, επάγγελμα του μπογιατζή
the occupation of a house painter
Λεξικό Δέντρο
underpainting
painting
paint



























