Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paintbrush
01
πινέλο, βούρτσα ζωγράφου
a brush used by a painter to apply paint to a surface
Παραδείγματα
The artist dipped the paintbrush into the blue paint and began to create a sky on the canvas.
Ο καλλιτέχνης βούτηξε το πινέλο στη μπλε μπογιά και άρχισε να δημιουργεί έναν ουρανό στον καμβά.
She used a fine paintbrush to add delicate details to her watercolor painting.
Χρησιμοποίησε ένα λεπτό πινέλο για να προσθέσει λεπτές λεπτομέρειες στη νερογραφία της.



























