Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pacifier
01
πιπίλα, γαλατοπούλα
a rubber or silicone nipple-shaped device designed to be sucked on by infants
Παραδείγματα
The baby was immediately calmed when given a pacifier.
Το μωρό ηρεμήσε αμέσως όταν του δόθηκε μια πατσάρα.
She always kept an extra pacifier in her bag for her newborn.
Κρατούσε πάντα ένα επιπλέον πσιούνι στην τσάντα της για το νεογέννητό της.
02
καταπραϋντικό, ηρεμιστικό
anything that serves to pacify
03
ειρηνοποιός, διαμεσολαβητής
someone who tries to bring peace
Λεξικό Δέντρο
pacifier
pacify
pacific



























