Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pacifist
01
ειρηνιστικός, αντιπολεμικός
opposed to war
Pacifist
01
πασιφιστής
an individual who is against war and violence as a way to settle disagreements or conflicts
Παραδείγματα
As a pacifist, she refused to participate in any form of military action.
Ως ειρηνιστής, αρνήθηκε να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε μορφή στρατιωτικής δράσης.
He is a lifelong pacifist, firmly against any kind of violence.
Είναι ισόβιος ειρηνιστής, κάθετα αντίθετος σε κάθε είδους βία.



























