Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Autopilot
01
αυτόματος πιλότος, αυτοπλοήγηση
a system or device in a ship or aircraft that can keep it on a preset course
02
αυτόματος πιλότος, κατάσταση αυτόματου πιλότου
a cognitive state in which you act without self-awareness
Λεξικό Δέντρο
autopilot
pilot



























