Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overdressed
01
υπερντυμένος, πολύ επίσημος
wearing clothes that are too formal or excessive for a particular occasion
Λεξικό Δέντρο
overdressed
dressed
dress
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερντυμένος, πολύ επίσημος
Λεξικό Δέντρο