Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overdose
01
υπερδοσολογώ, κάνω υπερβολική δόση
to give or take an excessive amount of a drug at a given time, which could be fatal
Λεξικό Δέντρο
overdose
dose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερδοσολογώ, κάνω υπερβολική δόση
Λεξικό Δέντρο