Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Overdraft
01
υπερχρέωση, κατάθεση πίστωσης
a deficit in a bank account caused by withdrawing more money than is available
Παραδείγματα
The bank charged a fee for the overdraft on her account.
Η τράπεζα χρέωσε ένα τέλος για την υπέρβαση στον λογαριασμό της.
She was worried about an overdraft when her check bounced.
Ανησυχούσε για μια υπέρβαση όταν η επιταγή της απερρίφθη.
Λεξικό Δέντρο
overdraft
draft



























