Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autonomic
01
αυτόνομος, βρεγματικός
relating to bodily functions that occur automatically, without conscious effort or control
Παραδείγματα
Sweating is an autonomic response to regulate body temperature.
Η εφίδρωση είναι μια αυτόνομη αντίδραση για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος.
The autonomic nervous system regulates functions such as heart rate and digestion.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα ρυθμίζει λειτουργίες όπως ο καρδιακός ρυθμός και η πέψη.
02
αυτόνομος, πανουργος
achieve something by means of trickery or devious methods



























