Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outlawed
01
απαγορευμένος, παράνομος
prohibited by law or made illegal
Παραδείγματα
The sale of certain drugs is outlawed in many countries.
Η πώληση ορισμένων ναρκωτικών απαγορεύεται σε πολλές χώρες.
The government banned the outlawed practice of hunting endangered species.
Η κυβέρνηση απαγόρευσε την παράνομη πρακτική του κυνηγιού απειλούμενων ειδών.
Λεξικό Δέντρο
outlawed
outlaw
out
law



























