Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to outlast
01
επιβιώνω, διαρκώ περισσότερο
to stay alive for a longer period of time than others in a particular situation
Παραδείγματα
She had a strong immune system that allowed her to outlast the flu while others around her fell ill.
Είχε ένα ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα που της επέτρεπε να αντέχει στη γρίπη ενώ άλλοι γύρω της αρρώσταιναν.
Despite the harsh conditions, the old oak tree outlasted all the other trees in the forest.
Παρά τις σκληρές συνθήκες, η παλιά δρυς επέζησε όλων των άλλων δέντρων στο δάσος.
Λεξικό Δέντρο
outlast
out
last



























