Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outfield
01
εξωτερικό γήπεδο, outfield
the area where the outfielders play to catch fly balls and field hits
Παραδείγματα
The outfield fence was padded to protect players from collisions.
Ο φράκτης του εξωτερικού γηπέδου ήταν επενδυμένος για να προστατεύει τους παίκτες από συγκρούσεις.
The outfield grass was pristine and well-manicured for the game.
Το γρασίδι στο εξωτερικό μέρος ήταν άψογο και καλά περιποιημένο για το παιχνίδι.
Λεξικό Δέντρο
outfield
out
field



























