Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outerwear
01
εξωτερικά ρούχα, ρούχα για έξω
items worn over other clothes, particularly when we are outdoors, such as jackets and coats
Παραδείγματα
She bought new outerwear for the winter season.
Αγόρασε νέα εξωτερικά ρούχα για τη χειμερινή περίοδο.
Outerwear like raincoats is essential during the rainy months.
Τα εξωτερικά ρούχα όπως τα αδιάβροχα είναι απαραίτητα κατά τους βροχερούς μήνες.
Λεξικό Δέντρο
outerwear
outer
wear



























