LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Outface
/aʊtfˈeɪs/
/aʊtfˈeɪs/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "outface"
to outface
ΡΉΜΑ
01
overcome or cause to waver or submit by (or as if by) staring
word family
out
face
outface
outface
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
outerwear
outermost
outercourse
outer space
outer planet
outfall
outfield
outfielder
outfight
outfit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App