LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Autograft
/ˌɔːtəʊɡɹˈaft/
/ˌɔːɾoʊɡɹˈæft/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "autograft"
Autograft
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
tissue that is taken from one site and grafted to another site on the same person
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
autogiro
autogeny
autogenous
autogenics
autogenic training
autograph
autograph album
autographed
autographic
autoharp
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App