Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
optically
01
οπτικά, από οπτική άποψη
with regard to how people see things or use light, especially with lenses or visual processes
Παραδείγματα
The microscope was adjusted optically to magnify the tiny details of the specimen.
Το μικροσκόπιο ρυθμίστηκε οπτικά για να μεγεθύνει τις μικρές λεπτομέρειες του δείγματος.
The telescope functioned optically, capturing distant celestial objects.
Το τηλεσκόπιο λειτούργησε οπτικά, καταγράφοντας μακρινά ουράνια αντικείμενα.
Λεξικό Δέντρο
optically
optical
optic
opt



























