Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Optician
01
οπτικός, οφθαλμίατρος
a person whose job is to test people's eyes and sight or to make and supply glasses or contacts
Dialect
British
Παραδείγματα
The optician recommended new glasses for better vision.
Ο οπτικός συνέστησε νέα γυαλιά για καλύτερη όραση.
She visited the optician to get a prescription for her eyeglasses.
Επισκέφτηκε τον οπτικό για να πάρει μια συνταγή για τα γυαλιά της.



























