occupational
occ
ɑk
ακ
u
γα
pa
ˈpeɪ
πει
tio
ʃə
σα
nal
nəl
ναλ
British pronunciation
/ˌɒkjʊpˈe‍ɪʃənə‍l/

Ορισμός και σημασία του "occupational"στα αγγλικά

occupational
01

επαγγελματικός, σχετικός με την εργασία

related to a particular occupation, profession, or job
example
Παραδείγματα
Occupational hazards pose risks to workers' health and safety.
Οι επαγγελματικοί κίνδυνοι θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
The occupational therapist helps patients regain skills for daily living.
Ο επαγγελματικός θεραπευτής βοηθά τους ασθενείς να ανακτήσουν δεξιότητες για την καθημερινή ζωή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store