Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Obsolescence
01
απαρχαιωση, ξεπερασμένο
the process of becoming no longer used or no longer effective
Παραδείγματα
The rapid pace of innovation has accelerated the obsolescence of older smartphones.
Ο γρήγορος ρυθμός της καινοτομίας επιτάχυνε τη παλαίωση των παλαιότερων smartphone.
Planned obsolescence ensures that products are replaced more frequently than necessary.
Η προγραμματισμένη απαρχαιωση διασφαλίζει ότι τα προϊόντα αντικαθίστανται πιο συχνά από ό,τι είναι απαραίτητο.
Λεξικό Δέντρο
obsolescence
obsolesce



























