Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obsessional
01
ψυχαναγκαστικός, εμμονικός
characterized by or constituting an obsession
Οικογένεια λέξεων
obsess
Verb
obsession
Noun
obsessional
Adjective
obsessionally
Adverb
obsessionally
Adverb
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ψυχαναγκαστικός, εμμονικός
Οικογένεια λέξεων
obsess
obsession
obsessional
obsessionally
obsessionally