Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nuance
01
απόχρωση
a very small and barely noticeable difference in tone, appearance, manner, meaning, etc.
Παραδείγματα
The actor captured every nuance of the character ’s emotions.
Ο ηθοποιός κατέγραψε κάθε απόχρωση των συναισθημάτων του χαρακτήρα.
The painter ’s work is full of subtle nuances in color and light.
Το έργο του ζωγράφου είναι γεμάτο με λεπτές αποχρώσεις στο χρώμα και το φως.



























