Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
noxious
01
βλαβερός, δηλητηριώδης
causing harm
Παραδείγματα
The factory released noxious fumes into the air.
Το εργοστάσιο απελευθέρωσε βλαβερές αναθυμιάσεις στον αέρα.
That was a noxious comment — cruel and unnecessary.
Αυτό ήταν ένα βλαβερό σχόλιο — σκληρό και περιττό.
Λεξικό Δέντρο
innoxious
noxiously
noxiousness
noxious



























