Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nonfunctional
01
μη λειτουργικός
not having or performing a function
Παραδείγματα
The elevator was nonfunctional all week, forcing everyone to use the stairs.
Ο ανελκυστήρας ήταν μη λειτουργικός όλη την εβδομάδα, αναγκάζοντας όλους να χρησιμοποιούν τις σκάλες.
His old laptop became nonfunctional after the battery stopped charging.
Ο παλιός του φορητός υπολογιστής έγινε μη λειτουργικός αφού η μπαταρία σταμάτησε να φορτίζεται.
Λεξικό Δέντρο
nonfunctional
functional
function



























