Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nonindulgent
01
αυστηρός, αμείλικτος
characterized by strictness, severity, or restraint
Λεξικό Δέντρο
nonindulgent
indulgent
indulge
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυστηρός, αμείλικτος
Λεξικό Δέντρο