Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
noninvasive
01
μη εισβατική, μη διεισδυτική
related to medical procedures or techniques that do not involve cutting or entering the body
Παραδείγματα
The doctor recommended a noninvasive treatment for the injury.
Ο γιατρός συνέστησε μια μη επεμβατική θεραπεία για το τραύμα.
Noninvasive tests help diagnose heart conditions without surgery.
Οι μη επεμβατικές δοκιμές βοηθούν στη διάγνωση των καρδιακών παθήσεων χωρίς χειρουργείο.
Λεξικό Δέντρο
noninvasive
invasive
invasion
invade



























