Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Neem
01
neem, δέντρο neem
a small green fruit with a bitter taste, commonly used in traditional medicine and skincare products
Παραδείγματα
I use neem toothpaste for its natural antibacterial properties and to maintain oral hygiene.
Χρησιμοποιώ οδοντόκρεμα neem για τις φυσικές αντιβακτηριακές της ιδιότητες και για τη διατήρηση της στοματικής υγιεινής.
My grandmother used neem powder as a natural face mask to treat acne and improve her skin.
Η γιαγιά μου χρησιμοποιούσα σκόνη νιμ ως φυσική μάσκα προσώπου για τη θεραπεία της ακμής και τη βελτίωση του δέρματός της.



























