Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
needlessly
01
άσκοπα, χωρίς ανάγκη
without necessity or a valid reason
Παραδείγματα
The debate continued needlessly as both parties failed to find common ground.
Η συζήτηση συνεχίστηκε άσκοπα καθώς και οι δύο πλευρές απέτυχαν να βρουν κοινή γλώσσα.
He spent needlessly on extravagant purchases, depleting his savings.
Ξόδεψε άσκοπα σε εξωφρενικές αγορές, εξαντλώντας τις οικονομίες του.
Λεξικό Δέντρο
needlessly
needless
need



























