Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Naysayer
01
κριτικός, απαισιόδοξος
a person who habitually expresses negative or pessimistic views, especially in opposition to new ideas or proposals
Παραδείγματα
Despite the naysayers, she pursued her dream of becoming an entrepreneur and eventually succeeded.
Παρά τους δυσπιστικούς, κυνηγούσε το όνειρό της να γίνει επιχειρηματίας και τελικά πέτυχε.
He refused to let the naysayers dampen his enthusiasm for the innovative new technology.
Αρνήθηκε να αφήσει τους δυσπιστούς να μειώσουν τον ενθουσιασμό του για τη νέα καινοτόμο τεχνολογία.



























