Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nauseated
01
ναυτισμένος, με ναυτία
feeling nausea; feeling about to vomit
02
ναυτιασμένος, αηδιασμένος
feeling strong disgust or revulsion toward something or someone
Παραδείγματα
She was nauseated by his arrogant behavior.
Αισθάνθηκε ναυτία από την αλαζονική του συμπεριφορά.
He felt nauseated watching the corrupt politician speak.
Ένιωσε ναυτία βλέποντας τον διεφθαρμένο πολιτικό να μιλάει.
Λεξικό Δέντρο
nauseated
nauseate



























