Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mortally
01
θανατηφόρα, μέχρι θανάτου
in a way that results in death or severe harm
Παραδείγματα
The snake 's bite was mortally venomous, and the victim succumbed to the poison.
Το δάγκωμα του φιδιού ήταν θανατηφόρα δηλητηριώδες, και το θύμα υπέκυψε στο δηλητήριο.
The knight was mortally wounded in the battle and did not survive his injuries.
Ο ιππότης τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη και δεν επέζησε από τους τραυματισμούς του.
Λεξικό Δέντρο
mortally
mortal
mort



























