Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Moonshine
01
φεγγαρόφωτο, φως του φεγγαριού
the light of the Moon
02
παράνομο ουίσκι, μουνοσάιν
whiskey illegally distilled from a corn mash
to moonshine
01
παράνομα απόσταξη αλκοόλ, παραγωγή παράνομου οινοπνεύματος
distill (alcohol) illegally; produce moonshine
Λεξικό Δέντρο
moonshine
moon
shine



























