Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Atavism
01
αταβισμός, προγονικό χαρακτηριστικό
an ancestral or ancient trait, feeling, outlook, activity, etc. that modern humans revert to
Παραδείγματα
The sudden aggression he displayed seemed like an atavism from a primal past.
Η ξαφνική επιθετικότητα που επέδειξε φαινόταν σαν αταβισμός από ένα πρωτόγονο παρελθόν.
Her love for hunting felt like an atavism, connecting her to ancient ancestors.
Η αγάπη της για το κυνήγι έμοιαζε με αταβισμό, συνδέοντάς την με αρχαίους προγόνους.
Λεξικό Δέντρο
atavism
atav



























