Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mixing bowl
01
μπολ ανάμειξης, γυάλα ανάμειξης
a bowl typically used in cooking and baking for combining ingredients
Παραδείγματα
She used a large mixing bowl to combine flour, sugar, and eggs for the cake batter.
Χρησιμοποίησε ένα μεγάλο μπολ ανάμειξης για να συνδυάσει αλεύρι, ζάχαρη και αυγά για το κέικ.
The recipe instructed him to whisk the dressing ingredients together in a small mixing bowl.
Η συνταγή του έδωσε οδηγίες να χτυπήσει τα συστατικά της σάλτσας μαζί σε ένα μικρό μπολ ανάμειξης.



























