Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Misfortune
01
δυστυχία, ατυχία
a situation or event that causes bad luck or hardship for someone
Παραδείγματα
He faced great misfortune after losing his job.
Αντιμετώπισε μεγάλη ατυχία μετά την απώλεια της δουλειάς του.
Their trip was ruined by unexpected misfortune.
Το ταξίδι τους καταστράφηκε από απρόσμενα ατυχήματα.
02
ατυχία, δυστυχία
an unfortunate state resulting from unfavorable outcomes
Λεξικό Δέντρο
misfortune
fortune



























