Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
asymptomatic
01
ασυμπτωματικός
(of a disease) not showing any symptoms associated with it
Παραδείγματα
Regular testing is essential to identify asymptomatic cases and prevent the spread of the virus.
Οι τακτικές εξετάσεις είναι απαραίτητες για την αναγνώριση ασυμπτωματικών περιπτώσεων και την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού.
The asymptomatic carrier unknowingly spread the disease to several people at the gathering.
Ο ασυμπτωματικός φορέας άγνοιασε τη διάδοση της ασθένειας σε αρκετά άτομα στη συγκέντρωση.



























